- ἀσθενέστερα
- ἀσθενήςwithout strengthneut nom/voc/acc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀσθενεστέρα — ἀσθενεστέρᾱ , ἀσθενής without strength fem nom/voc/acc comp dual ἀσθενεστέρᾱ , ἀσθενής without strength fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθενεστέρᾳ — ἀσθενεστέρᾱͅ , ἀσθενής without strength fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθενεστέρας — ἀσθενεστέρᾱς , ἀσθενής without strength fem acc comp pl ἀσθενεστέρᾱς , ἀσθενής without strength fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθενεστέραν — ἀσθενεστέρᾱν , ἀσθενής without strength fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
немощьнѣи — (14) Сравн. степ. 1.Сравн. степ. к немощьныи в 1 знач.: старии же немощнѣише ѹны(х) но смысльнѣише. (ἀσϑενέστεροι) ГБ XIV, 32б; ср(д)це... преклонисѧ. паче || на лѣвую страну двою вину дѣлѧ... требуѥть ѥ(г) паче лѣва˫а страна. имже немощнѣишю… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άρση — Όρος της αρχαίας προσωδιακής μετρικής· λεγόταν και άνω χρόνος. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν το ένα από τα δύο μέρη που συναποτελούσαν τον μετρικό πόδα (το μέτρο), ο οποίος τονιζόταν ασθενέστερα, σε αντιδιαστολή προς τη θέση ή κάτω χρόνο, που… … Dictionary of Greek
αλληλεπίδραση — Αμοιβαία δράση η οποία ασκείται μεταξύ σωμάτων που έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Από μακροσκοπική άποψη τέτοιες δράσεις εμφανίζονται με μορφή δυνάμεων που ασκούνται με ομογενή φυσικά χαρακτηριστικά (μάζες, φορτία). Σε ατομική κλίμακα συμβαίνουν α.… … Dictionary of Greek
αποδημία — H μετανάστευση· η μετακίνηση από έναν τόπο σε έναν άλλο. (Θρησκ.) Α. ονομάζεται στη θρησκευτική ορολογία η ομαδική μετάβαση των πιστών για προσκύνημα σε τόπους που θεωρούνται ιεροί. Γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα και αποτελεί κοινό έθιμο σε… … Dictionary of Greek
γεωφυσική — Η επιστήμη που μελετά τις φυσικές ιδιότητες της Γης. Είναι χωρίς αμφιβολία ένας από τους αρχαιότερους κλάδους των ανθρώπινων γνώσεων, γιατί τα φυσικά φαινόμενα πάντα προκαλούσαν ενδιαφέρον και δέος στον άνθρωπο. Παρ’ όλα αυτά, η γ. εξελίχθηκε… … Dictionary of Greek
νεύρωση — I (Βοτ.). Η διάταξη των νεύρων ή φλεβών του φύλλου. Στη ν. παρατηρείται το διάμεσο νεύρο και οι διακλαδώσεις του ή φλέβες. Τα φύλλα ως προς τη ν. διακρίνονται σε παραλληλόνευρα, όταν τα νεύρα βαίνουν παράλληλα, όπως στα περισσότερα… … Dictionary of Greek